υαλόπαγος

υαλόπαγος
Λείο και συνεχές στρώμα πάγου, που καλύπτει το έδαφος και τα αντικείμενα που βρίσκονται πάνω σ’ αυτό, και που δεν έχει τη λευκότητα ούτε την κρυσταλλική όψη των ομιχλοκρυστάλλων. Ο υ. οφείλεται γενικά στην πτώση βροχής, η οποία στερεοποιείται όταν έρχεται σε επαφή με το έδαφος ή με τα αντικείμενα που βρίσκονται εκτεθειμένα στον αέρα. Η βροχή αυτή προκαλείται συνήθως από τη συνάντηση σε ορισμένο ύψος μιας θερμής και υγρής αέριας μάζας και μιας ψυχρής. Ο υ. μπορεί να συνοδεύεται από άνεμο, και μάλιστα ορμητικό.
* * *
ο, Ν
(μετεωρ.) διαφανές, λείο και συνεχές στρώμα πάγου που δημιουργείται, όταν τα σταγονίδια υπόψυκτης βροχής, χιονόνερου ή ομίχλης αποτίθενται πάνω σε επιφάνειες με θερμοκρασία ίση με το σημείο πήξης τού νερού ή χαμηλότερη από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + πάγος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. verglas (< γαλλ. verre «γυαλί» + glace «πάγος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υαλόπαγος — ο λεπτό, διαφανές και γλιστερό σώμα πάγου στο έδαφος, που δημιουργείται από την πήξη του νερού και της ομίχλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”